8/6/2015 10:30
Η εφαρμογή διαθέτει μία πληθώρα επιλογών, όπως το ειδικό λεξικό για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, μέσα από το οποίο αξιολογείται η καθημερινή συμπεριφορά του παιδιού, με παραδείγματα (χοροπηδά ασταμάτητα, ξεχνά να κάνει κάτι, διαταράσσει τη ροή της συζήτησης, δεν έχει αίσθηση του κινδύνου κ.ά.). Ο χρήστης επιλέγει χαρακτηριστικά συμπεριφορών, τα οποία καταγράφονται και αποστέλλονται σε κεντρικό site που έχει δημιουργήσει η ερευνητική ομάδα, τα οποία δημιουργούν το ιστορικό συμπεριφοράς του παιδιού, προς αξιολόγηση και διάγνωση από ειδικό γιατρό. Έτσι, υπάρχει η δυνατότητα παρακολούθησης της πορείας του παιδιού σε βάθος χρόνου.
Η εφαρμογή υποστηρίζει τη μεθοδολογία ABC, όπου καταγράφεται το τι προηγήθηκε της συμπεριφοράς αυτής και τι ακολούθησε. Ο ειδικός, αξιολογώντας την παρατήρηση, μπορεί να προτείνει ένα πλάνο παρέμβασης για το παιδί, και η εφαρμογή υποστηρίζει τις στρατηγικές παρέμβασης, μέσω της καταγραφής παρατηρήσεων. Τέλος, η χρήση της εφαρμογής, κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων, που ολοκληρώνεται με την έκδοση αναφορών με αριθμητικά και στατιστικά δεδομένα, βοηθά τον ειδικό να αξιολογήσει την επιτυχία ή καταλληλότητα των παρεμβάσεων.
«Στόχος είναι να συνδέσουμε την εφαρμογή με θεραπευτικά πρωτόκολλα, σε συνεργασία με ψυχιάτρους και ψυχολόγους έτσι ώστε να υπάρξει καινοτόμος αντιμετώπιση του προβλήματος», σχολιάζει ο επιστημονικά υπεύθυνος του έργου, επίκουρος καθηγητής Πληροφορικής και Ιατρικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Παναγιώτης Μπαμίδης.
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), χαρακτηρίζεται από μια αναπτυξιακά ακατάλληλη, διάχυτη -σε διάφορες καταστάσεις, όπως το σπίτι και το σχολείο- και επίμονη έλλειψη προσοχής, υπερκινητικότητα ή παρορμητικότητα, με έναρξη την παιδική ηλικία. Σχετίζεται με σημαντική έκπτωση στην κοινωνική, σχολική και/ή επαγγελματική λειτουργία. Είναι τέσσερις φορές πιο συχνή στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια και επηρεάζει έως και το 5% του σχολικού πληθυσμού. Οι μέχρι τώρα επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η διαταραχή μεταδίδεται γενετικά και προκαλείται από μία χημική ανεπάρκεια σε ορισμένους νευροδιαβιβαστές.
Πηγές: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ